- εμπότιση
- η1. διαπότιση, μούσκεμα.2. μτφ., φανάτιση, φανατισμός, αφιόνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπότιση — η η ενέργεια τού εμποτίζω, η διαπότιση, το μούσκεμα … Dictionary of Greek
κατράμωμα — και κατράνωμα, το [κατραμώνω] επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι … Dictionary of Greek
νοτισμός — ο (ΑΜ νοτισμός) [νοτίζω] νότισμα, ύγρανση μσν. αρχ. εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή … Dictionary of Greek
πυριτιοκαλίωση — η, Ν η εμπότιση με πυριτικό κάλιο τών λαξευτών αντικειμένων από ασβεστόλιθο, που γίνεται με σκοπό να επιτευχθεί η σκλήρυνση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + κάλιο] … Dictionary of Greek
σακχάρωσις — η, Ν (λόγιος τ.) η ενέργεια τού σακχαρώ, η παρασκευή ενός προϊόντος με την εμπότιση ή την περικάλυψή του με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαρῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
χρώση — η / χρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ χρωμάτισμα, χρωματισμός, βάψιμο νεοελλ. 1. χρώμα, χροιά 2. βιολ. τεχνική που επιτρέπει τη βαφή ιστών και οργάνων με την εμπότιση ιστών, κυττάρων και κυτταρικών οργανιδίων με διάφορες χρωστικές ουσίες για μικροσκοπική… … Dictionary of Greek
εμποτισμός — ο η εμπότιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπότισμα — το, ατος 1. εμπότιση. 2. η ρευστή ουσία που διαπότισε κάποιο σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε. 3. η διασπορά μέσα σε πέτρωμα μορίων από κάποιο μέταλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)